Ψάρι, ένα εξαιρετικά αγαπημένο φαγητό, ειδικά της Μεσογειακής Διατροφής. Στην Ελλάδα παράγουμε, τυποποιούμε και, φυσικά, καταναλώνουμε ιχθυοκομικά προϊόντα. Ειδικά δε αναφορικά με τα μεσογειακά είδη ψαριών η Ελλάδα κατέχει σταθερά μερίδιο 50% στην παραγωγή και την εξαγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρ’ όλη, όμως, την ιχθυπαραγωγική δυναμική της χώρας, η οικονομική κρίση οδηγεί τους καταναλωτές να προτιμήσουν φθηνότερα διατροφικά προϊόντα, κάνοντας συμβιβασμούς στο θέμα της ποιότητας αλλά και, όπως θα δούμε, διακινδυνεύοντας πιθανόν την υγεία τους σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το Πανγκάσιους (Pangasius Hypophthalmus) ανήκει στην οικογένεια των Πανγκασιδών ή Καρχαριών Γατόψαρων (Shark Catfish) και είναι είδος ιθαγενές της νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας, συναντάται, κυρίως, στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι το μακρόστενο σώμα του και η έλλειψη λεπιών. Στο λιμνοθάλασσες του Βιετνάμ το Πανγκάσιους εκτρέφεται σταθερά και αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα πιάτα στη χώρα. Πέρα από την εσωτερική κατανάλωση, το Βιετνάμ εξάγει σε όλον τον κόσμο ψάρια ολόκληρα ή φιλέτα, τα οποία συσκευάζονται στη εκάστοτε χώρα εισαγωγής και καταλήγουν στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ ως κατεψυγμένα φιλέτα ψαριού.
Το ψάρι καθεαυτό δεν κρύβει κανέναν κίνδυνο, και έχει την διατροφική αξία των κοινών ψαριών, αν και μόνο μικρές ποσότητες των Ω3 λιπαρών οξέων, τα οποία είναι εξαιρετικά ωφέλημα για την υγεία, κυρίως του κυκλοφορικού.Το ζήτημα της επικινδυνότητας σχετικά με την κατανάλωση Πανγκάσιους, ανακύπτει, όταν διερευνηθούν οι συνθήκες εκτροφής του.
Στο Βιετνάμ, που όπως αναφέραμε είναι βασική εξαγωγός χώρα του είδους αυτού, η αξία των εξαγωγών Πανγκάσιους, αν και προβλέπεται να ακολουθήσει πτωτική τάση, αγγίζει τα 1,4 δισεκατομμύρια Ευρώ. Το ψάρι εκτρέφεται στις λιμνοθάλασσες της χώρας, οι οποίες, παρ’ όλες τις προσπάθειες της κυβέρνησης να εφαρμόσει νόμους που θα αναστείλουν την ρύπανσή τους, εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα μολυσμένες. Βασική αιτία μόλυνσης των υδάτων είναι η βιομηχανοποίηση της χώρας. Σύμφωνα με το UKEssays η επιμόλυνση των υδάτων του Βιετνάμ με κυάνιο είναι κατά 85 φορές μεγαλύτερη από το επιτρεπτό, ενώ το υδρόθειο και η αμμωνία βρίσκονται σε ποσότητες 4,2 και 84, αντίστοιχα, μεγαλύτερες από το όριο ασφαλείας. Επίσης, εκτός από τα βιομηχανικά απόβλητα, δύο ακόμη βασικοί παράγοντες μόλυνσης είναι τα χρησιμοποιούμενα λιπάσματα, αλλά και οι παράνομες εξαγωγές πετρελαίου.
Μια δραματική περίπτωση των επιπτώσεων της θαλάσσιας μόλυνσης στο Βιετνάμ είναι η μετονομασία ενός χωριού με το αρχικό όνομα Tu Lac σε Tu Tiet, που σημαίνει “Όλοι Νεκροί”, καθώς τα κρούσματα θανατηφόρου καρκίνου είναι αμέτρητα την τελευταία δεκαετία. Στις τοπικές κοινωνίες χρησιμοποιείται ο όρος “κοινότητες του καρκίνου”, προκειμένου να περιγράψει τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ανόι, την πρωτεύουσα της χώρας, τα βιομηχανικά και οικιακά απόβλητα που απορρίπτονται στην θάλασσα και τις λιμνοθάλασσες αγγίζει τα 400.000 m2 την ημέρα.
Εξάλλου η ίδια η καλλιέργεια των Πανγκάσιους δημιουργεί συνθήκες μόλυνσης στα νερά. Σύμφωνα με στοιχεία από τη WWF η εκτεταμένη καλλιέργεια δημιουργεί τεράστιες ποσότητες περιττωμάτων, τα οποία παραμένουν στις ιχθυοκαλλιέργειες λόγω του ελλιπούς καθαρισμού τους. Η ίδια οργάνωση με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθεί μεθόδους βιώσιμης καλλιέργειας Πανγκάσιους στο Βιετνάμ.
Ακόμη ένας επιβαρυντικός παράγοντας είναι τα αντιβιοτικά και τα συμπληρώματα διατροφής που χρησιμοποιούνται κατά την εκτροφή. Σε έρευνα του 2010 σχετικά με τη μόλυνση στο Δέλτα του Μεκόνγκ, αναφέρεται ότι “τα εξαγόμενα ψάρια ελέγχονται για τις ποσότητες αντιβιοτικών συχνά […] αλλά δεν υπάρχει κάποια γενική μελέτη για την επίδραση αυτών των ουσιών στο περιβάλλον”.
Τα ψάρια, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, απορροφούν τις επικίνδυνες ενώσεις που βρίσκονται στο περιβάλλον τους και μεγάλη ποσότητα απ’ αυτές παραμένει στους ιστούς. Δεν υπάρχει κανένας ασφαλής τρόπος αφαίρεσης των επικίνδυνων ουσιών και το μαγείρεμα δεν προσφέρει καμία προστασία απέναντί τους. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουν στο καθημερινό μας τραπέζι.
Για τα παραπάνω κατατέθηκε ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο από τον αυστριακό ευρωβουλευτή Franz Obermayr στις 10 Ιανουαρίου του 2012. Η ερώτηση έχεις ως εξής:
Θέμα: Γατόψαρο (pangasius) από το Βιετνάμ – Επικρίσεις
Το παγκοσμίως αγαπητό γατόψαρο (pangasius), λόγω της εντατικής εκτροφής του στο Βιετνάμ, κάνει όλο και περισσότερα αρνητικά πρωτοσέλιδα σε σχέση με την οικολογία, την εκτροφή και την αλιεία του. Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF – World Wildlife Fund), η Greenpeace και άλλες οργανώσεις έχουν προ πολλού επικρίνει τις παρατυπίες στην ιχθυοκαλλιέργεια, την αλιεία, την παραγωγή και την τήρηση των περιβαλλοντικών προτύπων αναφορικά με το γατόψαρο.
Τα σοβαρά αυτά μειονεκτήματα ανησυχούν τους ευρωπαίους καταναλωτές και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους. Διότι αποδεικνύεται από έρευνες της Ένωσης Καταναλωτών Αμβούργου και του αυστριακού περιοδικού καταναλωτών «Konsument» («Καταναλωτής») ότι συχνά το γατόψαρο εμπλουτίζεται με φωσφορικά άλατα, νιτρικό οξύ ή νιτρικά άλατα και αντιβιοτικά. Ωστόσο ο καταναλωτής δεν λαμβάνει επαρκώς αξιόπιστες πληροφορίες.
Συνεπώς το WWF και η Greenpeace επικρίνουν την ανεπαρκή «σφραγίδα ποιότητας» (σφραγίδα MSC(1) που τίθεται από το Συμβούλιο Επιστασίας των Θαλασσών – Marine Stewardship Council). Από την άλλη πλευρά, οι εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει καλύτερος ενδείκτης από τη σφραγίδα MSC. Στο πλαίσιο αυτό εγείρονται τα ακόλουθα ερωτήματα προς την Επιτροπή:
1. Ποια μέτρα θα λάβει η Επιτροπή ώστε να χρησιμοποιείται μια σφραγίδα ποιότητας που θα δίνει ουσιαστικές πληροφορίες για την ποιότητα του ψαριού;
2. Ποια η γνώμη της Επιτροπής για τις αμφιλεγόμενες και επικριθείσες μεθόδους εκτροφής του γατόψαρου στο Βιετνάμ;
3. Ποιες βελτιώσεις πρέπει να γίνουν σε σχέση με τα κριτήρια ποιότητας της αλιείας ανάλογα με το είδος που αλιεύεται;
4. Πώς θα εγγυηθεί η Επιτροπή στους ευρωπαίους καταναλωτές την ασφάλεια των τροφίμων στην ιχθυοκατανάλωση;
5. Ποιο είναι το ποσοστό εισαγωγών γατόψαρου από το Βιετνάμ στην ΕΕ;
6. Προβλέπεται παύση εισαγωγών ανθυγιεινών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας που δεν είναι κατάλληλη για το εκτρεφόμενο είδος;
7. Σε ποια έκταση βλάπτουν οι εισαγωγές φθηνού ψαριού την αυστηρά ρυθμισμένη ευρωπαϊκή αλιεία; Ποια μέτρα αντιμετώπισης σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή;
8. Ποια εικόνα έχουμε για τους ελέγχους εισαγωγής ιχθύων και προϊόντων αλιείας από τρίτες χώρες όπου εικάζονται παρατυπίες στην εκτροφή, την αλιεία και την παραγωγή;
Η απάντηση της ευρωβουλευτού κας Μαρίας Δαμανάκη, ήταν κάτι περισσότερο από γενικόλογη και αόριστη κάνοντας αναφορά μόνο στην Κοινή Πολιτική Ιχθυοκαλλιεργειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μελλοντικά σχέδια για τη διασφάλιση της ποιότητας των εκτρεφομένων ειδών, μη, όμως, παραθέτοντας κανένα ποσοτικό ή ποιοτικό στοιχείο.
Σε κάθε περίπτωση η κατανάλωση μιας μικρής ποσότητας φιλέτου Πανγκάσιους, δεν είναι θεωρητικά ικανή να δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα υγείας άμεσα, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, ότι όλες οι επικίνδυνες τοξικές ουσίες για τους έμβιους οργανισμούς – άρα και τον άνθρωπο – δρουν σωρρευτικά. Η τακτική κατανάλωση μολυσμένων τροφών, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση ασθενειών ή την επιδείνωση ήδη υπαρχόντων παθήσεων. Οι διαιτολόγοι προτείνουν αντί για την κατανάλωση αμφιβόλου περιεκτικότητας σε τοξικές ουσίες ψαριών, να προτιμάται η κατανάλωση λευκού κρέατος.
Από την άλλη η WWF προτείνει στους καταναλωτές να αποκτήσουν συνήθειες, οι οποίες θα έχουν γενικότερο αντίκτυπο στην παραγωγή και την αλυσίδα επεξεργασίας των τροφίμων που έρχονται ως τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Συγκεκριμένα για το Πανγκάσιους, αλλά και άλλα καλλιεργούμενα είδη, συστήνει στο καταναλωτικό κοινό την αναζήτηση της ένδειξη “ASC” (Aquaculture Stewardship Council), που εγγυάται ότι τα εκτροφεία λειτουργούν με ασφαλή και υπεύθυνο τρόπο.
Απόφοιτος Μουσικολογίας, αιώνιος φοιτητής Μαθηματικών. Δημοσιογραφεί για διάφορα θέματα, κυρίως τέχνης και επιστήμης.