Μακριά από τον κουρνιαχτό της πόλης. Από την αντάρα του κόσμου. Ζουν και βασιλεύουν υπερ-άνθρωποι. Πόνεσαν. Ερωτεύτηκαν. Κόπιασαν. Και τώρα κλείστηκαν σ’ ένα κουτί. Τσακισμένοι από τις θύμισες. Συνεχίζουν όμως τα όνειρα. «Ρουφούν» το μεδούλι της ζωής. Αστείρευτες πηγές έμπνευσης. Αφανείς φύλακες του πολιτισμού. Αντιστέκονται στον σύγχρονο εγκιβωτισμό. Στην μοντέρνα κενοδοξία. Στην αδυσώπητη βλακεία. Κανείς δε μιλάει για δαύτους. Σιγή. Μα, η σιωπή τους κάνει θόρυβο.
«Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο, είτε θεός» ισχυρίζονταν αφοριστικά ο πάνσοφος Αριστοτέλης. Έχω συναντήσει πολλούς τέτοιους θεούς. Κι ακόμη κάποιους που ξώμειναν στη τσιμεντένια ζούγκλα. Πόσο μ’ αρέσει να φωλιάζω στα φυλλοκάρδια τους. Να παρατηρώ τα «παράσημα του πολέμου». Τα ανεξίτηλα σημάδια. Τις αυλακώσεις του προσώπου. Τα άγρια δάχτυλα. Τα παραπονεμένα μάτια. Την «φλόγα» της καρδιάς. Να ακούω την «οδύσσειά» τους.
Στο φετινό καλοκαιρινό περιδιάβασμα, φεύγοντας από τα ρομαντικά Κύθηρα της αναδυόμενης Αφροδίτης, ο δαιμόνιος και αγέλαστος Πρωτέας, ο «Θαλασσινός Γέρος» που λέει κι ο Σεφέρης, με έριξε σε ένα ξεστρατισμένο νησί.
Σε μια μικρή λωρίδα γης. Κυριολεκτικά μια κουκίδα στον χάρτη. Που ξεπροβάλλει περήφανα καταμεσής της Μεσογείου και στέκει αγέρωχα και ακλόνητα στη πορεία των χρόνων. Για τους ξένους λέγεται Αντι-κύθηρα και για τους ντόπιους Τσιριγό-το, αφού είναι αντίκρυ στα Κύθηρα ή Τσιρίγο. Πάνω του, συνυπάρχουν 22 άνθρωποι. Πλασμένοι από ανέμους, θάλασσα και μοναξιά. Ανεμοδαρμένοι φάροι. Άγρυπνοι φρουροί. Παλεύουν με την οργή και την άλμη του πελάγους. Αναβοσβήνουν καθημερινά. Προσπαθούν με τη ζεστασιά τους να δώσουν ζωή στη βραχονησίδα.
Ένας από αυτούς είναι ο Μύρων! Ξερακιανός και ευθυτενής. Με ένα μειλίχιο χαμόγελο. Λιγομίλητος, με στοχαστικό ύφος. Είναι η «ψυχή» του νησιού. Η ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη γι’ αυτόν. Γεννήθηκε στη Κρήτη το 1944 αφότου οι Γερμανοί είχαν εκτοπίσει τους κατοίκους των Αντικυθήρων. Περιπλανήθηκε, δούλεψε ως μάγειρας σε πλοία. Έζησε θυελλωδώς καλά. Και επέστρεψε στην γωνιά του. Έχει το μοναδικό μπακάλικο. Μαζί ταχυδρομείο, καφενείο και ταβέρνα. Παλεύει ακόμη και στα γηρατειά. Μόνος του, με συντροφιά τον σκύλο του Περιστέρη. Κυνηγά τα αγριοκάτσικά του στο βουνό. Μαγειρεύει μοναδικά. Ψήνει τον ελληνικό. Και μαζεύονται οι ντόπιοι να αλλάξουν τα νέα τους.
Είναι ο δικός μου «Ζορμπάς». Ένας γνήσιος άνθρωπος. Από αυτά τα μερωμένα «αγρίμια». Που μάχονται με ήθος και αξιοπρέπεια. Που έρχονται από ένα «λαβωμένο» παρελθόν. Που εμπνέουν τη νέα γενιά. Που μας διδάσκουν να αγαπούμε τη ζωή και να μη λογαριάζουμε τον θάνατο. Να γνωρίσουμε τη μοναχικότητα και όχι τη μοναξιά.
Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού’ναι οι τόποι σας,
πού’ναι τα χειμαδιά σας;
Γκρεμνά’ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας
Λέει το ριζίτικο του Ψαρονίκου όπου τα αγρίμια (αγωνιστές) απαντούν ότι στις λέσκες (απόκρημνα βουνά) ξεχειμωνιάζουν και ότι τα σπίτια τους είναι οι σπηλιές του βουνού.
Αφιερωμένο, λοιπόν, στους αγωνιστές των Αντικυθήρων που ζουν σε μια άγονη γραμμή, αλλά μια ευλογημένη γη. Βέβαια, για τα καλούδια του νησιού ή τις αντίξοες συνθήκες θα τα πούμε μια άλλη φορά με εκτενής αναφορά στο «διαμαντάκι» της Μεσογείου.
Μπορεί οι ρίζες μου να είναι χωμένες βαθιά στην όχθη του Αχελώου, αλλά η σκιά του δέντρου μου θα δροσίζει αυτό το νησί και σα κέδρος, που ευδοκιμεί σ’ αυτό τον τόπο, τα κλαδιά, όσο κι αν κλαδεύονται, επίμονα θα κρέμονται προς τα χάμω.
Του χρόνου πάλι. Θα πιούμε καφέ με τον κ. Ανδρέα, θα φάμε στον κ. Μύρων, μετά θα πα΄ρω τον ανήφορο για τα όρη που μοσχοβολούν θυμάρι, θα κατέβω προς τον φάρο κι άμα είμαι τυχερός στο γυρισμό θα με φιλέψει η παπαδιά κανένα κομμάτι κολοκυθόπιτα. Καλό αντάμωμα!
Υ.Γ.: Ευχαριστώ τον Πρόεδρο της Δημοτικής Κοινότητας Αντικυθήρων, Ανδρέα Χαρχαλάκη για την εγκάρδια φιλοξενία.