Για τους περισσότερους Έλληνες η ζέα είναι μία άγνωστη τροφή. Όχι άδικα, θα έλεγε κανείς, αφού για πολλά χρόνια το δημητριακό είχε εξαφανιστεί από τη χώρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 30, ένας νόμος για άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία απαγόρευσε όχι μόνο την καλλιέργεια της ζέας στο εσωτερικό της χώρας, αλλά ακόμη και το να αναφέρεται ως όρος στα λεξικά. Όπως ήταν λοιπόν αναμενόμενο με το πέρασμα των χρόνων, το δημητριακό ξεχάστηκε, ενώ οι μετέπειτα γενιές δεν έμαθαν καν την ύπαρξή του.
Οι Έλληνες στερήθηκαν έτσι για πολλά χρόνια ένα πολύτιμο αγαθό, το οποίο βέβαια άλλες χώρες συνέχιζαν να καλλιεργούν και να απολαμβάνουν. Πολλές θεωρίες συνωμοσίας έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί γύρω από αυτή την εξαφάνιση. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι πως το δημητριακό τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει αργά και σταθερά να επανέρχεται στη χώρα, ενώ το μόνο που μένει είναι να εξοικειωθούμε μαζί του και να αρχίσουμε να το χρησιμοποιούμε.
Γιατί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν τόσο έξυπνοι; Η απάντηση για πολλούς είναι μια και στηρίζεται στις αρχές που έθεσε ο πατέρας της Ιατρικής ο Ιπποκράτης, που έλεγε «νους υγιής εν σώματι υγιεί» και «φάρμακο σου είναι η τροφή σου».
Στηριζόμενη σε αυτές τις ρήσεις, η κ. Δήμητρα Τυλλιανάκη, χειρουργός οδοντίατρος, αν και ξεκίνησε από την κλασική ιατρική, στην πορεία ασχολήθηκε και με την ομοιοπαθητική αλλά και τη διεξοδική μελέτη των διατροφικών συνηθειών στις εποχές του Ιπποκράτη και του Πυθαγόρα.
Ο λόγος που το έκανε ήταν για να απαντήσει σε ένα ερώτημα που τη βασάνιζε έντονα. «Γιατί παρά την εξέλιξη της επιστήμης θερίζουν οι ασθένειες; Ο καρκίνος, τα καρδιοεγκεφαλικά και τα αυτοάνοσα νοσήματα;» Ψάχνοντας τις απαντήσεις άρχισε να αμφισβητεί τη θεραπεία μόνο με φάρμακα και στάθηκε στην ολιστική αντιμετώπιση του ανθρώπου. Μάλιστα η ίδια αν και μαραθωνοδρόμος, διαπίστωσε ότι παρά τον υγιεινό τρόπο ζωής της, έκανε και λάθη, που δε γνώριζε.
Ένα από αυτά κατανάλωνε ψωμί και μακαρόνια, κατανάλωνε δηλαδή σιτάρι. Και τί το «κακό» έχει το σιτάρι; Γλουτένη. Μια ουσία που βρίσκεται παντού στη σύγχρονη διατροφή και κρατάει σε «υπνηλία» τον εγκέφαλο. Οι αρχαίοι, σιτάρι δεν έβαζαν στο στόμα τους. Διότι δεν υπήρχε. Καλλιεργούσαν το δημητριακό Ζέα, πλούσιο σε μαγνήσιο που θεωρείται η τροφή του εγκεφάλου.
«Πριν ασχοληθώ με τη μελέτη της Ιπποκράτειας διατροφής, νόμιζα ότι έκανα καλή διατροφή, αλλά δεν έκανα. Κατανάλωνα ψωμί και μακαρόνια. Όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, στην αρχαιότητα δεν έτρωγαν στάρι. Υπήρχε ένα δημητριακό το «Ζέα» το οποίο είναι πλούσιο σε μαγνήσιο, «τροφή» του εγκεφάλου. Για αυτό και οι προγονοί μας ήταν έξυπνοι. Υπάρχει μεγάλη πιθανότατα αυτό να οφείλεται στο ότι δεν έτρωγαν στάρι που έχει γλουτένη, ουσία που συγκολλάει τις νευρικές απολήξεις και δεν αφήνει τον εγκέφαλο να σκεφτεί ελεύθερα και να δημιουργήσει.
Τι είναι η Ζέα; Το αρχαιότερο ίσως δημητριακό και βασικό συστατικό της διατροφής των αρχαίων.
Μια άλλη ουσία που έχει το συγκεκριμένο δημητριακό είναι το αμινοξύ Λυσίνη το οποίο ενδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και έχει ελάχιστη γλουτένη».
Η κ. Τυλλιανάκη ζυμώνει το ψωμί της με Ζέα και φτιάχνει και τα μακαρόνια της από το ίδιο δημητριακό. Είναι σούπερ τροφή και δεν χρειάζεται μεγάλη ποσότητα για να χορτάσει ο οργανισμός. Η καλλιέργεια του απαγορεύτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
«Καλλιεργούνταν στην Ελλάδα και απαγορεύτηκε αιφνιδιαστικά – άγνωστο γιατί. Το έχουν οι Γερμανοί και το εξάγουν. Είναι πανάκριβο κοστίζει 6,5 ευρώ το κιλό!»
Η ίδια συνιστά στους καταναλωτές να καταναλώνουν τροφές που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία, διότι όλες οι βιταμίνες βρίσκονται στον φλοιό. «Βγάζουν το φλοιό των τροφίμων και στη συνέχεια οι βιταμίνες γίνονται συμπληρώματα διατροφής».
Όσον αφορά στην κατανάλωση κρέατος αυτή ήταν ελάχιστη και μόνο όταν το άτομο ήταν υγιές. Όταν υπήρχε κάποια ασθένεια δεν καταναλωνόταν κρέας.
Τι είναι η Ζέα; Το αρχαιότερο ίσως δημητριακό και βασικό συστατικό της διατροφής των αρχαίων. Αναφέρεται και ως Ζειά, βρίζα, όλυρα, Emmer και ορισμένες φορές συγχέεται με το ασπροσίτι (γερμαν. Dinkel), ή τη Σίκαλη, ή ακόμα και με το καλαμπόκι, μια και η λέξη Zea (Zea mais) είναι η επιστημονική ονομασία του αραβοσίτου.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης “ζείδωρος” (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται απο αυτό το δημητριακό. Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο ζητούμενο της “βελτίωσης” των σιτηρών. Ζει (ζειαί (πληθυντικός του ζειά)) + δώρος (δώρον) [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας/ Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998]. (Ζειά + δωρέομαι) δωρούμενος (δίδων, παράγων) ζειάς [Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης/ Ιωάννου Δρ. Σταματάκου, Αθήνα, Βιβλιοπρομηθευτική, 1994].
Μετά απο μακρόχρονη λησμονιά, οι νεότεροι επιστήμονες το “ανακάλυψαν” ξανά και κυρίως μετά τις έρευνες του Άγγλου Allen. Η ζέα είναι δημητριακό που περιέχει 40% μαγνήσιο επιπλέον των άλλων δημητριακών. Το συστατικό αυτό βοηθά στην αντιμετώπιση των κραμπών που εμφανίζονται συνήθως μετά απο πολύωρη ποδηλασία. Είναι σημαντική οχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής. Το ποσοστό του αμινοξέος λυσίνη (Lycin) που περιέχει είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που αυξάνει την πεπτικότητα τους, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι το βασικό στοιχείο στην βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου. Βοηθάει στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών (Ca, Mg κ.α.). Καταστέλλει τις φλεγμονές που χρονίζουν στον οργανισμό και καταστρέφουν τα υγιή κύτταρα. Καταστέλλει τα ένζυμα του καρκινικού κυττάρου (εμποδίζει την ανάπτυξη και μετάσταση του καρκίνου).
Ο Γαληνός (γιατρός κατά τον 2ο αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν “κρίμνον”, και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν “πολτός” (χυλός). Η Ζέα εξαφανίστηκε “μυστηριωδώς” απο τη διατροφή μας. Το 1928 η καλλιέργειά της άρχισε να απαγορεύεται σταδιακά και μέχρι το 1932 καταργήθηκε τελείως στην Ελλάδα.
Η λέξη Ζειά, Ζέα κτλ εξαφανίστηκε ακόμα και απο τα λεξικά. Η Ζέα υποβιβάστηκε σε ζωοτροφή. Οι λόγοι δεν είναι σαφείς. Το γιατί παραμένει αδιευκρίνιστο. Το σιτάρι είναι πιο ανταποδοτική καλλιέργεια, αλλά λιγότερο ωφέλιμο για τον οργανισμό. Ήταν η εισαγωγή των αλεύρων σίτου; Ήταν το οικονομικό συμφέρον ή κάτι πιο πολύπλοκο; Στα λεξικά (ελληνικά) ακόμα και σήμερα υπάρχει ως ζωοτροφή.
Αλλά ας το πάρουμε απο την αρχή…
Η ΖΕΑ (Triticum dicoccum) είναι ένα απο τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι γνωστά στον άνθρωπο. Δείγματα του βρέθηκαν σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον Ελληνικό χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας που χρονολογείται 12000 έτη π.Χ. Ήταν ένα απο τα πρώτα δημητριακά που “εξημέρωσε” ο άνθρωπος και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της πρώιμης γεωργίας της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της Παλαιστίνης, της Συρίας, του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο. Δείγματα της εκμετάλλευσής του που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν, έχουν βρεθεί και στην Βόρεια Αφρική.
Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στην Λακωνική πεδιάδα “πυροί τε ζειαί τ’ ήδ’ εύρυφανές κρί λευκόν”. Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών χρόνων μεταξύ των δημητριακών. Με το πέρασμα του χρόνου επιλέχθηκαν πιο αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Έτσι η καλλιέργεια της Ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί…
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε απο το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε απο το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγω του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν απο το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν απο 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας. Έχει επιζήσει επίσης σε μικρής κλίμακας παραγωγή και στην (πάλαι ποτέ) Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Τουρκία, Γερμανία (Βαυαρία), Γαλλία και αλλού.
Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: “31 Εκτυπήθησαν δέ το λινάριον και η κρίθη διότι η κρίθη ήτο σταχυωμένη, και το λινάριον καλαμωμένον 32 ο σίτος όμως και η ζέα δεν εκτυπήθησαν, διότι ήσαν όψιμα”. [Έξοδος 9: 31, 32].
Απο βρίζα (όλυρα στο αρχαίο κείμενο) παρασκευαζόταν ψωμί, σε μέρες πείνας, καθώς ήταν είδος σιτηρού δεύτερης σειράς. Αυτό συνέβη κατά την έβδομη πληγή της Αιγύπτου. [Ησαΐας 28:25] Χρησίμευε και ως τροφή των αλόγων, όταν ακόμα δεν είχε ωριμάσει.
Μπορεί την ζέα να την χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα άλογα, αλλά για τους Ρωμαίους ήταν τροφή εκστρατείας. Κατά την Ομηρική εποχή πιθανολογείται ότι η Ζέα χρησιμοποιείτο ως ζωοτροφή. Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά απο ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι. Ο Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) διακρίνει σαφώς τη ζέα απο την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών. Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά (όλυρα) είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό απο τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και απο τη χρησιμοποίηση τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.
Πηγή: madata.gr