Μοιραστείτε το άρθρο...

Το Μεγάλο Δουκάτο δεν έχει γενικά χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.

Υπάρχει όμως, εντυπωσιακός αριθμός ελαφρύνσεων που οδηγεί σε τρομακτικές στρεβλώσεις. Πώς κατάφερε η AMAZON να πληρώνει ΦΠΑ 3%

Περνώντας από τις δασικές εκτάσεις των Αρδεννών, η εθνική οδός από τις Βρυξέλλες σε κάποιο σημείο συναντά τα σύνορα του Λουξεμβούργου, στη Martelagne μία μικρή πόλη που είναι διάσημη επειδή ο κεντρικός της δρόμος είναι και η συνοριογραμμή μεταξύ δύο χωρών.

Από τη μία πλευρά – εκείνη του Λουξεμβούργου με τη χαμηλή φορολογία – το βασικό χαρακτηριστικό είναι ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός βενζινάδικων που προσφέρουν καύσιμα με τη χαμηλότερη φορολογία στην Ευρώπη. Είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα του «τουρισμού του βενζινάδικου» που συνεισφέρει στο εμπορικό ισοζύγιο του Λουξεμβούργου εις βάρος των γειτονικών του χωρών.

Αυτό είναι το ένα πρόσωπο του Λουξεμβούργου: Μία μικρή χώρα στο κέντρο της Ευρώπης που έχτισε τον πλούτο της στηριζόμενη στον πλούτο ξένων φορολογουμένων. Οι χαμηλοί δασμοί στα καύσιμα είναι ένα μόνο παράδειγμα του χαρακτηριστικού φορολογικού συστήματος που έκανε την κοινωνία του Λουξεμβούργου μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο.

Υπάρχει όμως, και η άλλη πλευρά. Η ετοιμότητα και η οικονομική εξειδίκευση της χώρας την έχουν καταστήσει τη δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία διαχείρισης fund στον κόσμο. Έχει κερδίσει τη φήμη της σταθερότητας, του επαγγελματισμού, ενώ ο τραπεζικός της κλάδος επέδειξε αντοχή κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης.

Η ευημερία του Λουξεμβούργου όμως, απειλείται πλέον από την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις φορολογικές του πρακτικές. Η χώρα κατηγορείται ότι βοηθά πολίτες άλλων χωρών να φοροδιαφύγουν. Ο πρωθυπουργός Xavier Bettel «βαρέθηκε να τον κατηγορούν ότι προστατεύει έναν φορολογικό παράδεισο, ένα εκκολαπτήριο αμαρτίας».

Το Λουξεμβούργο κατηγορείται επίσης ότι προσφέρει προνομιακές συμφωνίες σε μεγάλες επιχειρήσειςπαραβιάζοντας έτσι τους ευρωπαϊκούς κανόνες περί κρατικών επιδοτήσεων. Η νευρικότητα χτύπησε κόκκινο όταν η Κομισιόν ξεκίνησε έρευνα τον προηγούμενο μήνα θέτοντας στο στόχαστρο φορολογικές αποφάσεις της χώρας που αφορούν τη Fiat και άλλες επιχειρήσεις.

Η Κομισιόν κινήθηκε επίσης νομικά εναντίον του Λουξεμβούργου για «σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού» καθώς χρεώνει ΦΠΑ μόλις 3% στην AMAZON και άλλες επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου βιβλίων. Οι χαμηλοί συντελεστές ΦΠΑ έκαναν το Λουξεμβούργο κόμβο για τον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου. αλλά κινδυνεύει να χάσει έσοδα 800 εκατ. ευρώ – που αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ της χώρας – τον επόμενο χρόνο ενόψει της αναθεώρησης των ευρωπαϊκών φορολογικών κανόνων.

Μία ακόμη απειλή αποτελεί η πρόθεση του ΟΟΣΑ να πατάξει την επιχειρηματική πρακτική της φοροαποφυγής, στον απόηχο της διεθνούς κατακραυγής που προκλήθηκε από την αποκάλυψη των πρακτικών που ακολουθούσαν εταιρίες όπως η Amazon και η APPLE.

Ο ΟΟΣΑ θέλει να πατάξει το «φορολογικό αρμπιτράζ» – τη σύναψη ελκυστικών φορολογικών συμφωνιών με μεγάλες επιχειρήσεις – η οποία μπορεί να επηρεάσει πολλές από τις εταιρείες finance και holding του Λουξεμβούργου που έχουν συνολικά στοιχεία ενεργητικού μεγαλύτερα των 2 τρισ. δολ. Θα μπορούσε να οδηγήσει στο τέλος μίας εποχής για μία χώρα έκτασης 2.586 τετραγωνικών χιλιομέτρων η οποία όμως, αποσπά ποσοστό μεγαλύτερο από 10% των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

«Η δημοσιονομική κατάσταση στο Λουξεμβούργο βρίσκεται σε σημείο καμπής» δήλωσε και το ΔΝΤ το Μάιο τονίζοντας πως επίκειται αύξηση στη φορολογία της κατανάλωσης ώστε να καλυφθεί το «σημαντικό» κενό εσόδων από αυτές τις αλλαγές.

Πολλοί στο Λουξεμβούργο αντιμετωπίζουν τις επικείμενες αλλαγές με τρόμο. Άλλοι πάλι εκτιμούν ότι το Μεγάλο Δουκάτο μπορεί να προσαρμοστεί και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του. Σύμφωνα με την PwC, πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν η κυβέρνηση δείξει πρόθεση να πολεμήσει τις προτάσεις του ΟΟΣΑ.

Ο διορισμός του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, του πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει πυροδοτήσει φήμες ότι το Μεγάλο Δουκάτο έχει κερδίσει έναν ισχυρό προστάτη. Ο Κρις Λένον, πρώην επικεφαλής του τμήματος φορολογίας στη Rio Tinto δήλωσε «είναι σαν να έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα».

Ο κ. Γιούνκερ απορρίπτει οργισμένα τις κατηγορίες ότι το Λουξεμβούργο είναι φορολογικός παράδεισος. Σε συνέντευξή του στο Der Spiegel το Μάρτιο δήλωσε: «Είναι παραμύθι να λέμε ότι το Λουξεμβούργο έχει ειδικούς κανόνες για την φορολόγηση των επιχειρήσεων. Η κατηγορία που διατυπώνεται από τους Γάλλους Σοσιαλιστές ότι προώθησα ενεργά τη φοροαποφυγή αποτελεί εξωφρενική επίθεση για τη χώρα μου και για μένα προσωπικά».

Το Λουξεμβούργο όμως, βρίσκεται σε διαμάχη με τους γείτονές του για το συγκεκριμένο θέμα εδώ και δεκαετίες. Ήδη από το 1973, Γαλλία και Γερμανία ζήτησαν να παταχθεί το φαινόμενο των «θυγατρικών της ταχυδρομικής θυρίδας», αναφερόμενες στην εταιρική δομή που είχε επικρατήσει καθώς πολλές επιχειρήσεις ήθελαν να εκμεταλλευθούν ένα φορολογικό νόμο που υπήρχε από το 1929 για να αποφύγουν τη φορολογία. Το καθεστώς αυτό τερματίστηκε το 2006 με την αλλαγή των ευρωπαϊκών κανόνων περί κρατικών επιδοτήσεων.

Το Λουξεμβούργο δεν είναι μία χώρα με γενικά χαμηλή φορολογία για επιχειρήσεις. Σχεδόν τα δύο τρίτα των χωρών του ΟΟΣΑ έχουν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές από το Λουξεμβούργο. Υπάρχει όμως,τεράστιος αριθμός φοροελαφρύνσεων και εξαιρέσεων που οδηγούν τελικά σε μείωση της φορολογίας.

Ορισμένες εξαιρέσεις είναι πολύ εμφανείς. Από το 2008, τα έσοδα που προκύπτουν από πνευματικά δικαιώματα, πατέντες κλπ. εξαιρούνται σε ποσοστό έως και 80% από τη φορολογία. Οι επιχειρήσεις του χρηματοοικονομικού κλάδου μπορούν να στηθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τόκους που λαμβάνουν να κρατείται σε υποκατάστημα του εξωτερικού με χαμηλή ή καθόλου φορολογία. Η μείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού στο εξωτερικό, μπορεί να συνυπολογιστεί, ώστε να υπάρξει η αντίστοιχη μείωση εσόδων από το Λουξεμβούργο.

Άλλες όμως, είναι πιο περίπλοκες. Εκτεταμένες επιχειρηματικές δομές που περιλαμβάνουν και άλλες χώρες που είναι «φιλικές προς τις επιχειρήσεις» όπως η Ολλανδία, επιτρέπουν το φορολογικό αρμπιτράζ. Εξωτερικά «υβριδικά» εργαλεία που το Λουξεμβούργο αντιμετωπίζει ως δάνεια, ενώ όλες οι άλλες χώρες βλέπουν ως στοιχεία ενεργητικού, δίνουν τη δυνατότητα στις πολυεθνικές να επαναπατρίζουν τα κέρδη τους ή να τα κατευθύνουν στις Βερμούδες με έναν φορολογικά ευνοϊκό τρόπο.

Έτσι, το Λουξεμβούργο έχει γίνει τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά δημοφιλές σε αμερικανικές πολυεθνικές όπως AMAZON, Caterpillar και Microsoft. Η ένταξή του στην ΕΕ δίνει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Η ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ του 1957 όριζε πως οι φορολογικές αρχές άλλων χωρών δεν μπορούσαν να «κυνηγήσουν» τις πολυεθνικές επειδή χρησιμοποιούσαν το Λουξεμβούργο. Έτσι, το Μεγάλο Δουκάτο απέκτησε ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των άλλων φορολογικών παραδείσων.
Στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης όμως, ενώ τα περισσότερα κράτη διψούσαν για δημόσια έσοδα, βρέθηκε στο στόχαστρο ο φορολογικός σχεδιασμός της χώρας. Στην Ιταλία, οι σχεδιαστές μόδας Domenico Dolce και Stefano Gabbana διώχθηκαν για φοροδιαφυγή για τη μεταβίβαση των εμπορικών τους σημάτων σε εταιρία του Λουξεμβούργου.

Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου έχει δεσμευθεί ότι θα μεταρρυθμίσει το σύστημά της μέχρι το 2017. Ο Ρίτσαρντ Κόλιερ, της PwC δηλώνει: «Θα εκπλαγώ εάν το Λουξεμβούργο δεν αναθεωρήσει το σύστημά του».

Το φορολογικό σύστημα της χώρας πιθανότατα θα καταλήξει να μοιάζει σαν των γειτονικών του χωρών, ανοίγοντας ενδεχομένως το δρόμο για τη φορολογική εναρμόνιση στην ευρωζώνη. Οι επιπτώσεις από τη χρηματοοικονομική κρίση εντείνουν τις πιέσεις προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνεργαστούν και να τερματίσουν τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό. Το παράδοξο μίας χώρας η οποία βρίσκεται στο κέντρο μίας ενιαίας αγοράς ενώ υπονομεύει τα γειτονικά της κράτη με το φορολογικό της σύστημα, δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Το Λουξεμβούργο όμως, είναι μάλλον απίθανο να παραδώσει αμαχητί τη φορολογική του κυριαρχία. Ο Μίκαελ Προμπστ, της συμβουλευτικής για φορολογικά θέματα ΒΑ στο Λουξεμβούργο δήλωσε «Η φορολογική εναμόνιση δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Είναι τεράστιες οι διαφορές μεταξύ των χωρών». Ο Νίκολας Μάκελ, επικεφαλής της επενδυτικής Luxemburg for Finance, επιμένει ότι η χώρα είναι έτοιμη να συνεργαστεί, αλλά τονίζει πως ο τρόπος που φορολογεί τους πολίτες της «είναι θέμα πολιτικής και κοινωνικής επιλογής».

Το θέμα με τη φορολόγηση των καυσίμων είναι ενδεικτικό αυτής της νοοτροπίας. Οι ξένοι ιδιοκτήτες οχημάτων (που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αντιστοιχούν στο 70% των πωλήσεων καυσίμων στο Λουξεμβούργο) κάνουν ουρές στα σύνορα για να εκμεταλλευθούν τη χαμηλή φορολογία. Σύμφωνα με τον κ. Μάκελ όμως, το Λουξεμβούργο όμως, θεωρεί ότι η υψηλή φορολογία στα καύσιμα είναι κοινωνικά άδικη. «Δεν είναι δικό μας πρόβλημα που οι άλλες χώρες φορολογούν τους πολίτες τους περισσότερο. Ίσως να πρέπει εκείνοι να εναρμονιστούν με εμάς».

Πηγή: Euro2Day




Μοιραστείτε το άρθρο...