Με αφορμή τα 60 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα, Νίκου Καζαντζάκη, το 2017 κυρήχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού «Έτος Καζαντζάκη» και ο δημοσιογράφος Θανάσης Μπίκας θέλησε να στείλει ένα γράμμα στον Έλληνα λογοτέχνη…
Γράμμα στον Νίκο Καζαντζάκη
Αγαπημένε παππού,
Ξενύχτησα πάμπολλα βράδια. Αποκοιμήθηκα έχοντάς σε στο προσκεφάλι. Ρούφηξα βαθιά στις κυψελίδες κάθε αράδα. Κάθε λέξη. Μου έκανες συντροφιά στα τεμπέλικα μεσημέρια του στρατού. Στο ξέγνοιαστο καλοκαίρι αγναντεύοντας την Ιθάκη. Στο καρδιοχτύπι του έρωτα. Στην απόγνωση, στην ελπίδα.
Δεν πρόλαβα να σε ανταμώσω. Μα σε γνώρισα. Δεν πρόλαβα να σε αντικρύσω. Μα με ακούμπησες. Δεν πρόλαβα να σε ακούσω. Κι όμως κουβαλώ τα λόγια σου…
Άκου, παππού. Εδώ, γιορτάζουν την απουσία σου. Πέρασαν εξήντα χρόνια, λένε. Μαζεύονται και μιλούνε για σένα. Με τα καλύτερα λόγια. Απ’ άκρη σ’ άκρη σε τούτη τη χωματιένια φλούδα. Δε βγάζω μιλιά. Σωπαίνω. Δε λέω τίποτε. Το καράβι το δικό σου δεν ναυάγησε ποτέ. Πλέει περήφανο στα βαθιογάλαζα νερά…
Έφυγες θλιμμένος. Στεναχωρήθηκες. Μα δεν κρατάς κακία. Που ‘σαι όμως να δεις την κατάντια τους. Ξέρω, θα με μαλώσεις τώρα. Δεν εκδικούμαι. Είναι θεία η δίκη. Σε πίκραναν οι μαυροφορεμένοι, σε φαρμάκωσαν οι γραμματωμένοι. Μα, έλα να δεις τις εκκλησιές. Έλα να δεις τι απόγιναν οι έρμοι οι τίτλοι τους.
Καλοθρεμμένοι, όπως τους άφησες. Με κόκκινα μάγουλα. Μυρίζουν σκόρδο. Χωνεύουν στον ήλιο. Αφορισμένοι πια, από τη νέα γενιά. Γυαλίζουν μονάχοι τις μακρές γενειάδες στον χρυσό. Άντε, να βρεις κανά πνεματικό στο περιβόλι της Παναγιάς. Θυμάσαι, εκεί ευωδιάζει το μοσχολίβανο και κυριαρχεί η μελένια μυρωδιά του πεύκου.
Κι από την άλλη, είναι τιμή για σένα να στέκεσαι δίπλα στον Κάφκα, τον Μπρεχτ, τον Τσέχοφ, τον Καβάφη, τον Βάρναλη, τον φίλο σου τον Σικελιανό. Αχ, να σου ’λεγα τι χουνέρι τους έκανε ο Σαρτρ. Ούτε που το θέλησε το βραβείο τους. Μήτε επέτρεψε στον εαυτό του να μετατραπεί σε όργανο. Σταματώ, εδώ…
Παππού, δεν έχει αλλάξει κάτι σε τούτο το βαθύ μνήμα. Όπως τ’ άφησες. Να, πολεμάμε και μεις τους ξένους. Όπως κι εσύ στη νιότη σου τους Τούρκους. Τώρα, παππού, δε βγάζουμε κουμπούρια. Πολεμάμε με κάτι χαλκούς. Τάχα έχουν μια κουκουβάγια πάνω. Άσε που δε γνωρίζουμε τον οχτρό. Χιμάμε κι όποιον πάρει ο χάρος. Τούτους τους θωρείς σα να ‘σαι στο καθρέφτη. Είναι ολόιδιοι με μας. Φορούν μάσκες. Περπατούν ανάμεσά μας. Απόγονοί σου. Γονείς μου. Τι σκαρφίστηκαν οι δαύτοι. Και τώρα, περιμένουμε την ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της γης. Να βάλει φωτιά στην ψυχή και να φέρει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει η Ελλάδα τη ζωή της, αυτό είναι το μυστικό της, έτσι δεν έλεγες;
Μη σε κουράζω, παππού. Να ξέρεις, μας λείπεις, δεν έχεις φύγει ποτέ. Ξέρω κάμποσους που περιφέρουν ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκκαλα κι έχουν φύγει προ πολλού από κοντά μας. Καλή ώρα, ξέρω πολλούς που χώθηκαν στο χώμα και ρίζωσαν μέσα στα σπιτικά και στις καρδιές των λεύτερων ανθρώπων. Μας αποπλάνησαν. Εμάς και την αιωνιότητα. Μα το τίμημα βαρύ…
Αναπαύσου, εκεί στα ξένα. Με τον Καπετάν Μιχάλη, τον Ζορμπά, τον Τόντα Ράμπα και όλους τους ήρωές μας. Πάω τώρα να πιω ένα κισσαμίτικο κρασάκι στο όνομά σου και δε θα ξεχάσω να χύσω λίγο στο χώμα για τον Λευτέρη, τον Άγγελο, τον Κώστα, τον Περικλή, τον Οδυσσέα. Κι άμα μου την δώσει, θα κατέβω στο σταυροδρόμι, θ’ απλώσω το χέρι και θ’ αρχίσω να ζητιανεύω από τους διαβάτες: «Ελεημοσύνη, αδερφοί! Ενα τέταρτο της ώρας ο καθένας!». Μη με μαλώνεις, παππού…
Καλό αντάμωμα!
Αθήνα
10.2.2017